προτρέπω

προτρέπω
ΝΜΑ [τρέπω]
1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.)
αρχ.
1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός
2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ Σόλων τὸν Κροῑσον εἴπας..., ἐπειρώτα»
ὁ Σόλων διήγειρε την περιέργεια τού Κροίσου, Ηρόδ.)
3. αυξάνω την παραγωγή ή συντελώ στην αύξησή της (α. «προτρέπειν χυμόν», Γαλ.
β. «προτρέπειν γάλα», Γαλ.)
4. εφευρίσκω, ανακαλύπτω («ἕν δὲ προτρέπουσ' ἐγὼ ηὕρηκα... συμφορᾱς ἄκος», Ευρ.)
5. προσκαλώ
6. προειδοποιώ ή νουθετώ
7. (μέσ. και παθ.) προτρέπομαι
τρέπομαι προς κάτι με σπουδή και φεύγω («προτρέποντο... ἐπὶ νηῶν», Ομ. Ιλ.)
8. μέσ. α) (για τον ήλιο) αποκλίνω, οδεύω («ὅτ' ἄν ἄψ ἐπὶ γαῑαν ἀπ' οὐρανόθεν προτράπηται», Ομ. Οδ.)
β) παραγγέλλω
γ) διορίζω
δ) προτρέχω
ε) υπερτερώ, υπερέχω
9. (φρ. «ἄχεϊ προτρέπεσθαι» — παραδίδομαι στη θλίψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προτρέπω — urge forwards pres subj act 1st sg προτρέπω urge forwards pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπω — προτρέπω, προέτρεψα και πρότρεψα βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προτρέπω — πρότρεψα και προέτρεψα, παροτρύνω, ενθαρρύνω, παρακινώ κάποιον: Τον πρότρεψα να επισκεφτεί το γιατρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτρέπεσθε — προτρέπω urge forwards pres imperat mp 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπετε — προτρέπω urge forwards pres imperat act 2nd pl προτρέπω urge forwards pres ind act 2nd pl προτρέπω urge forwards imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέπῃ — προτρέπω urge forwards pres subj mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres ind mp 2nd sg προτρέπω urge forwards pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψει — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg (epic) προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψουσιν — προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd pl (epic) προτρέπω urge forwards fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προτρέπω urge forwards fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψω — προτρέπω urge forwards aor subj act 1st sg προτρέπω urge forwards fut ind act 1st sg προτρέπω urge forwards aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτρέψῃ — προτρέπω urge forwards aor subj mid 2nd sg προτρέπω urge forwards aor subj act 3rd sg προτρέπω urge forwards fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”